- περιπαθής
- ης, ες уст. страстный; полный пафоса
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπαθής — deeply moved masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθής — ές, ΝΜΑ 1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν. γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.) αρχ. 1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς… … Dictionary of Greek
περιπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που είναι γεμάτος από πάθος, που με πάθος εκδηλώνει τα συναισθήματά του, ο εμπαθής, ο σφοδρός: Όρκος περιπαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπαθῆ — περιπαθής deeply moved neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περιπαθής deeply moved masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περιπαθής deeply moved masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθέστερον — περιπαθής deeply moved adverbial comp περιπαθής deeply moved masc acc comp sg περιπαθής deeply moved neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθές — περιπαθής deeply moved masc/fem voc sg περιπαθής deeply moved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθέστατον — περιπαθής deeply moved masc acc superl sg περιπαθής deeply moved neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθεστέροις — περιπαθής deeply moved masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθοῦς — περιπαθής deeply moved masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθέσι — περιπαθής deeply moved masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπαθέστερα — περιπαθής deeply moved neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)